καταδέσμους

καταδέσμους
κατάδεσμος
tie
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • обѧзаниѥ — ОБѦЗАНИ|Ѥ (2*), ˫А с. Повязка: исаи˫а же жиды содомлѧномъ ѹподоблѧе(т) и ѿ многъ ˫азвъ не поболѣвшимъ. поносѧ вѣща. что и ѥще ѹ˫азвлѧетесѧ. ˫авлѧ˫а неицѣлное ихъ. нѣ(с) пл(а)стырѧ приложити. ни масла ни ѡбѧзань˫а. (καταδέσμους) ГБ XIV, 116в; |… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PHILTRA — quibus in amorem per vim inducuntur homines, ἀνάγκαι quoque et κατανάγκαι Graecis dicta, ut ex Synesio discimus, qui κατανάγκας et καταδέσμους in amatoriis memorat. Unde et herba, cuius ad amatoria usus, Plinio, l. 27. c. 8. catanance appellatur …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δέσμιος — α, ο (AM δέσμιος, ία, ιον Α και ος, ον) [δεσμός] 1. δεμένος με δεσμά, δεσμώτης 2. αυτός που δεν έχει ελευθερία δράσεως, ο υποχείριος («δέσμιος τών δανειστών του», «δέσμιοι του σκότους») αρχ. μσν. απόλυτα αφοσιωμένος («Παῡλος δέσμιος Χριστοῡ») αρχ …   Dictionary of Greek

  • καταδεσμεύω — (AM) δένω με κάτι, περιτυλίγω («περιψύχων καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῡ», ΠΔ) αρχ. 1. κάνω μαγικούς καταδέσμους, δένω με μάγια 2. δένω γερά κάτι για να τό φυλάξω …   Dictionary of Greek

  • κατανάγκη — κατανάγκη, ἡ (Α) 1. μέσο καταναγκασμού («ἐπῳδὰς καὶ καταδέσμους καὶ ἐρωτικὰς κατανάγκας», Συνέσ.) 2. το φυτό ορνιθόπους ο ήμερος το οποίο χρησιμοποιούσαν για παρασκευή μαγικών φίλτρων 3. το φυτό κήμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”